131
κοντά στη δειγματοληψία και δεν σημειώθηκαν βροχές ανάμεσα στην εφαρμογή και στη
δειγματοληψία. Ως εκ τούτου είναι αναμενόμενο τα επίπεδα των υπολειμμάτων οργανικών ρύπων που
βρίσκουμε στα εδάφη να παρουσιάζουν άυξηση. Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι οι διαφορές που
ανιχνεύτηκαν στις συγκεντρώσεις είναι ιδιαίτερα χαμηλές και στην πραγματικότητα μη αξιολογήσιμες
λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραγόντων αβεβαιότητας που προαναφέρθηκαν προκειμένου
να προκύψει ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με την περιβαλλοντική ποιότητα.
Γράφημα 1:
Ποσοστά μείωσης των μέσων
συγκεντρώσεων γεωργικών φαρμάκων σε
δείγματα νερού από πηγάδια το έτος 2010 και
2011 συγκριτικά με το 2009.
Γράφημα 2:
Ποσοστά μείωσης των μέσων
συγκεντρώσεων των δραστικών ουσιών που
υπολογίστηκαν για το έτος 2010 και 2011 συγκριτικά
με το 2009 στα σημεία δειγματοληψίας της ακόρεστης
ζώνης.
Τέλος, από τη σύγκριση του συνόλου των βιοδοκιμών σε υδρόβιους οργανισμούς και για όλα τα
είδη δειγμάτων (από ποτάμια, πηγάδια και ακόρεστη ζώνη) προκύπτει σημαντική μείωση της
τοξικότητας το 2010 και το 2011 σε σύγκριση με την αντίστοιχη του 2009 (Γραφήματα 3 έως 5).
Εξαίρεση αποτελούν τα δείγματα από την ακόρεστη ζώνη και τα πηγάδια, στα οποία παρατηρήθηκε
αυξητική τάση της τοξικότητας στη
Daphnia manga
το 2010 και λιγότερο το 2011 σε σχέση με τον
2009 (Γράφημα 3 και 5), παρόλη τη μείωση των επιπέδων των οργανικών ρύπων συνολικά. Το
αποτέλεσμα αυτό δικαιολογείται από την αύξηση των επιπέδων των εντομοκτόνων (ποιοτική αύξηση
του κινδύνου παρά την ποσοτική μείωση) τα οποία είναι ιδιαίτερα τοξικά για τους υδρόβιους
οργανισμούς (ιδιαιτέρως για τη
Daphnia magna
).
Γράφημα 3:
Κατανομή των κατηγοριών δειγμάτων νερού από πηγάδια ανάλογα με το βαθμό τοξικότητας σε
υδρόβιους οργανισμούς. Σύγκριση για τις δειγματοληψίες 2009, 2010 και 2011.